Λέξη: πολλαπλός

Συνώνυμα: πολλαπλός

πολλαπλούς, πολλαπλάσιος

Μεταφράσεις: πολλαπλός

πολλαπλός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
manifold, multiple, multiplex, universal

πολλαπλός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
múltiple, múltiplo, múltiples, varios, varias

πολλαπλός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
vielfach, mehrere, vielfältig, kopie, vielfaches, mehrfach, sammelrohr, mannigfaltig, mehreren, mehrerer

πολλαπλός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
copie, reproduire, conduit, polycopier, hétérogène, multiplier, multiple, varié, divers, différent, plusieurs, multiples, de multiples, multi

πολλαπλός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ciclostilare, multiplo, vario, molteplice, multipli, multipla, più, multiple

πολλαπλός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
múltiplo, multinacional, múltiplos, múltipla, múltiplas, vários

πολλαπλός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
veelvoudig, veelvoud, meervoudig, meerdere, verschillende, veelvoudige

πολλαπλός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
многократный, разносторонний, трубопровод, многообразный, разнообразный, составной, многообразие, многочисленный, маточник, коллектор, обезличенный, копия, складной, составленный, сложенный, кратное, множественный, множественного, кратным

πολλαπλός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
mangfoldig, multippel, multiple, multiplum, flere, bare

πολλαπλός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
mångfaldig, multipel, flera, flertal, fler

πολλαπλός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
moninainen, useita, moni, monta, usea, moninkertainen, useiden, useampia, useilta

πολλαπλός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
multiple, flere, multipel, multiplum, dissemineret

πολλαπλός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rozmnožit, různý, násobek, několikerý, rozmanitý, různorodý, vícenásobný, mnohonásobný, násobit, potrubí, více, Vícelůžkový, násobkem, vícenásobné

πολλαπλός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wieloprocesorowy, wielotorowy, różnorodny, rozmaity, rozliczny, hektografować, powielić, różnoraki, rura, kilkakrotny, wieloraki, powielać, wielokrotny, wielokrotność, wielokrotnego, stwardnienie, wielokrotnością

πολλαπλός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
sokszoros, többszörös, több, többszöri, Többágyas, multiplex

πολλαπλός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çoklu, birden fazla, birden, birden çok, birçok

πολλαπλός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
декларації, багаторазовий, багатократний

πολλαπλός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shumëllojshëm, shumëfish, i shumëfishtë, të shumta, shumëfishtë, shumëfishta

πολλαπλός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
многократен, кратен, множествена, многократно, множествен

πολλαπλός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
шматразовы, многократный, шматкратны, шматразовая, шматразовае

πολλαπλός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
mitmekesisus, arvukas, mannitool, kollektor, mitmekordne, kviitungiraamat, mitu, mitme, mitut, mitmekordse

πολλαπλός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
višestruk, prijepis, djeljiv, mnogostruk, višestruke, cjevovodi, spojen, kopija, višekratnik, multiple, multipla, višestruki

πολλαπλός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
margfeldi, margar, mörgum, mörg, endurtekna

πολλαπλός στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
multiplex

πολλαπλός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kartotinis, daugkartinis, kelių, kelis, daugkartinio

πολλαπλός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vairāku, vairākas, vairāki, daudzkārtējās, daudzkārtu

πολλαπλός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
повеќе, повеќекратни, на повеќе, со повеќе, неколку

πολλαπλός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
multiplu, multiple, multiplă, mai multe, multe

πολλαπλός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
multiple, multipla, večkratni, večkratnik, večkratno

πολλαπλός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rozvod, násobný, mnohonásobný, násobok, násobku, krát, násobne
Τυχαίες λέξεις