Грабування στα ελληνικά
Μετάφραση: грабування, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τήβεννος, κολόνα, φαράγγι, ρεματιά, λεηλασία, στύλος, ρόμπα, λαγκάδα, λαγκάδι, χιτώνας, στυλοβάτης, λεηλασίες, λεηλασίας, καταλήστευση, διασπάθισης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- грабар στα ελληνικά - εκσκαφέας, σκαφτιάς, εργάτης δημόσιων έργων, εργάτης εις δημόσια έργα
- грабарка στα ελληνικά - τύμβος, Grabarka
- грабувати στα ελληνικά - απολύω, ληστεύω, Rob, ληστέψει, ληστεύουν, ο Rob
- грабуйте στα ελληνικά - βία, βία για να, βίας στις, βίας για, βία για
Τυχαίες λέξεις
Грабування στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τήβεννος, κολόνα, φαράγγι, ρεματιά, λεηλασία, στύλος, ρόμπα, λαγκάδα, λαγκάδι, χιτώνας, στυλοβάτης, λεηλασίες, λεηλασίας, καταλήστευση, διασπάθισης
Μεταφράσεις: τήβεννος, κολόνα, φαράγγι, ρεματιά, λεηλασία, στύλος, ρόμπα, λαγκάδα, λαγκάδι, χιτώνας, στυλοβάτης, λεηλασίες, λεηλασίας, καταλήστευση, διασπάθισης