Λεηλασία στα ουκρανικά
Μετάφραση: λεηλασία, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
спустошення, грабування, грабунок, грабіж, звільнення, увільнення
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λεηλασία
λεηλασία φρονημάτων, λεηλασία συνώνυμο, λεηλασία του χρόνου, λεηλασία μιας ζωής, λεηλασία στα αγγλικά, λεηλασία λεξικό γλώσσας ουκρανικά, λεηλασία στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- λεγεώνα στα ουκρανικά - чітко, Легіон, Легион, легіону
- λεζάντα στα ουκρανικά - заголовок, підпис
- λεηλατώ στα ουκρανικά - ряди, звільнення, ранги, пір'ястий, перистий, набіг, напад, ...
- λειαίνω στα ουκρανικά - зносіть, шліфувати, здирати, прати, стирати, правити, ред, ...
Τυχαίες λέξεις
Λεηλασία στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: спустошення, грабування, грабунок, грабіж, звільнення, увільнення
Μεταφράσεις: спустошення, грабування, грабунок, грабіж, звільнення, увільнення