Давати στα ελληνικά
Μετάφραση: давати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δίνω, παραδίνω, δίνουν, να δώσει, δώσει, δώσουν, να
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- гієна στα ελληνικά - ύαινα, ύαινας, hyena, ύαινες, της ύαινας
- давальний στα ελληνικά - δοτικός, δοτική πτώση, δοτική, δοτικής, ημιπολικών
- давити στα ελληνικά - ζουλώ, συνωστισμός, συνθλίβω, πρέσα, τύπος, πιεστήριο, πατήστε, ...
- давитися στα ελληνικά - πιέτα, πτυχή, πτύσσω, χώνω, εμφράκτης, τσοκ, πνίξει, ...
Τυχαίες λέξεις
Давати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δίνω, παραδίνω, δίνουν, να δώσει, δώσει, δώσουν, να
Μεταφράσεις: δίνω, παραδίνω, δίνουν, να δώσει, δώσει, δώσουν, να