Давити στα ελληνικά

Μετάφραση: давити, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ζουλώ, συνωστισμός, συνθλίβω, πρέσα, τύπος, πιεστήριο, πατήστε, πιέστε
Давити στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • давальний στα ελληνικά - δοτικός, δοτική πτώση, δοτική, δοτικής, ημιπολικών
  • давати στα ελληνικά - δίνω, παραδίνω, δίνουν, να δώσει, δώσει, δώσουν, να
  • давитися στα ελληνικά - πιέτα, πτυχή, πτύσσω, χώνω, εμφράκτης, τσοκ, πνίξει, ...
  • давка στα ελληνικά - συνωστισμός, ζουλώ, συνθλίβω, πλήθος, κοσμοσυρροή, throng, άλλο πλήθος, ...
Τυχαίες λέξεις
Давити στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ζουλώ, συνωστισμός, συνθλίβω, πρέσα, τύπος, πιεστήριο, πατήστε, πιέστε