Дека στα ελληνικά
Μετάφραση: дека, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατάστρωμα, καταστρώματος, τράπουλα, γέφυρα, θάλαμο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- дезінтеграція στα ελληνικά - αποσύνθεση, διάλυση, διάσπαση, αποσύνθεσης, διάσπασης
- дезінфікувати στα ελληνικά - εκκαθαρίζω, απολυμαίνω, απολυμαίνουν, απολυμάνετε, την απολύμανση, απολυμαίνει, να απολυμαίνονται
- декаграм στα ελληνικά - dekahram
- декалітр στα ελληνικά - decalitre
Τυχαίες λέξεις
Дека στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατάστρωμα, καταστρώματος, τράπουλα, γέφυρα, θάλαμο
Μεταφράσεις: κατάστρωμα, καταστρώματος, τράπουλα, γέφυρα, θάλαμο