Дзюрчати στα ελληνικά
Μετάφραση: дзюрчати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανταπαντώ, συμπλέκομαι, αντίλογος, απαντώ, κυματισμός, κυμάτωση, κυμάτωσης, κυματισμού, ελαφρύς κυματισμός
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- дзьобати στα ελληνικά - ραμφίζω, τσιμπώ, κτυπώ με το ράμφος, Peck, ραμφίζουν, ραμφίζουν τα
- дзюркотливий στα ελληνικά - φλυαρία, babbling, babbling τους, τη φλυαρία, μουρμούρισμα
- дзявкання στα ελληνικά - προαύλιο, αυλή, dzyavkannya
- дива στα ελληνικά - τεράστιος, πρώτη αοιδός μελοδράματος, Diva, ντίβα, ντίβας, ντίβα της
Τυχαίες λέξεις
Дзюрчати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανταπαντώ, συμπλέκομαι, αντίλογος, απαντώ, κυματισμός, κυμάτωση, κυμάτωσης, κυματισμού, ελαφρύς κυματισμός
Μεταφράσεις: ανταπαντώ, συμπλέκομαι, αντίλογος, απαντώ, κυματισμός, κυμάτωση, κυμάτωσης, κυματισμού, ελαφρύς κυματισμός