Довгостроковий στα ελληνικά
Μετάφραση: довгостроковий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μόνιμος, μακροπρόθεσμος, μακροπρόθεσμη, μακροχρόνια, μακροπρόθεσμες, μακροπρόθεσμων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- довговічність στα ελληνικά - αντοχή, ανθεκτικότητα, διάρκεια, διατηρησιμότητας, αντοχής
- довгоносики στα ελληνικά - βρούχοι, ανθονόμοι, weevils, ρυγχωτοί κάνθαροι, ρυγχωτά σκαθάρια
- довготривалий στα ελληνικά - μακροπρόθεσμος, μακροπρόθεσμη, μακροχρόνια, μακροπρόθεσμες, μακροπρόθεσμων
- доведений στα ελληνικά - προέλευση, αποδείχθηκε, αποδειχθεί, αποδεικνύεται, αποδείχτηκε, αποδείχθηκαν
Τυχαίες λέξεις
Довгостроковий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μόνιμος, μακροπρόθεσμος, μακροπρόθεσμη, μακροχρόνια, μακροπρόθεσμες, μακροπρόθεσμων
Μεταφράσεις: μόνιμος, μακροπρόθεσμος, μακροπρόθεσμη, μακροχρόνια, μακροπρόθεσμες, μακροπρόθεσμων