Λέξη: κνήμη

Σχετικές λέξεις: κνήμη

κνησμός κνήμη, κνήμη ποδιού, κνήμη περόνη, κνήμη στα αγγλικά, κνήμη english, κνήμη και περόνη, κάταγμα κνήμη, κνήμη γάμπα, πόνος κνήμη

Συνώνυμα: κνήμη

πόδι, σκέλος, γάμπα, μοσχάρι, μόσχος, δαμάλι, γαστροκνήμιο, αντικνήμιο, έμπροσθεν της κνήμης, στέλεχος εργαλείου

Μεταφράσεις: κνήμη

κνήμη στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
shin, tibia, leg, calf, shank

κνήμη στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
espinilla, tibia, Shin, conmoción, la espinilla, una conmoción

κνήμη στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schienbein, Schienbein, shin, Schien

κνήμη στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
grimper, tibia, Shin, tibias, jambe, de Shin

κνήμη στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
tibia, stinco, Shin, di Shin, stinco di

κνήμη στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
canela, Shin, da canela, tíbia, perna

κνήμη στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
scheenbeen, Shin, lopen, kan lopen, scheenbeschermers

κνήμη στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
карабкаться, лазить, голень, Шин, Shin, голени, Син

κνήμη στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
shin, leggen, hofter, skinne, av Shin

κνήμη στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
Shin, smalbenet, skenbens, smalben, skenbenet

κνήμη στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sääriluu, kavuta, sääri, potka, Shin, sääreensä, säären

κνήμη στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
Shin, skinnebenet, skinneben, af Shin

κνήμη στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
holeň, šplhat, Shin, holenní, holeně, Shinová

κνήμη στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
piszczel, pręga, wspinać, łubek, goleń, shin, goleni, golenie, na golenie

κνήμη στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
lábszár, sípcsont, Shin, földön maradt, sípcsontvédő

κνήμη στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
incik, shin, kaval, bacak, shin'in

κνήμη στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
гомілка, гомілку, гомілки

κνήμη στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kërci, Shin, Gjuri i, Gjuri, kacavirrem

κνήμη στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пищял, Shin, Шин, пищяла

κνήμη στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
галёнка, галёнку, голень, галёнкі

κνήμη στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ronima, sääreluu, säär, Shin, vigastuse, esikoot

κνήμη στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
goljenica, cjevanica, Shin, penjati, uzverati

κνήμη στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Shin, Shin sem

κνήμη στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
crus

κνήμη στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
blauzda, Shin, atsiradusių shin, bėgti, kulninė

κνήμη στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
stilbs, apakšstilba, Shin, apakšstilbu, lielakaula

κνήμη στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
главата, шин, потколеницата, костобрани, shin

κνήμη στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
fluierul piciorului, Shin, gamba, tibiei, fluierul

κνήμη στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
shin, Golenski, golenico, golenice, Cjevanica

κνήμη στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
holeň, predkolenie, píšťalu, holene
Τυχαίες λέξεις