Доводитися στα ελληνικά
Μετάφραση: доводитися, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έχε, έχω, πρέπει, πρέπει να, να, χρειαστεί να, έπρεπε να
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- довершений στα ελληνικά - επιτυγχάνεται, επιτευχθεί, πραγματοποιείται, πραγματοποιηθεί, ολοκληρωθεί
- доводити στα ελληνικά - φέρνω, κρατώ, τεκμηριώνω, συντηρώ, υποστηρίζω, διεκδικώ, αποδειχθεί, ...
- доводить στα ελληνικά - προνοώ, παρέχω, παραστάσεις, δείχνει, επιδείξεις, εκπομπές, παρουσιάζει
- доволі στα ελληνικά - αρκετά, δίκαια, αρκετό, αρκετή, αρκεί, είναι αρκετά
Τυχαίες λέξεις
Доводитися στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έχε, έχω, πρέπει, πρέπει να, να, χρειαστεί να, έπρεπε να
Μεταφράσεις: έχε, έχω, πρέπει, πρέπει να, να, χρειαστεί να, έπρεπε να