Έχω στα ουκρανικά
Μετάφραση: έχω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
доводитися, майте, мати, є, загін, матиме, матимуть
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: έχω
έχω αμκα, έχω τρελαθεί μαζί σου, έχω ανάγκη - παπακωνσταντίνου, έχω τρελαθεί μαζί σου στίχοι, έχω γιορτή, έχω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, έχω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- έφυγα στα ουκρανικά - відставання, Я
- έχε στα ουκρανικά - є, мати, майте, доводитися, матиме, матимуть, Иметь
- ή στα ουκρανικά - кожної, кожен, чи, будь-якою, обидва, або, будь-якої, ...
- ήβη στα ουκρανικά - статеве дозрівання, статевий дозрівання, полове дозрівання
Τυχαίες λέξεις
Έχω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: доводитися, майте, мати, є, загін, матиме, матимуть
Μεταφράσεις: доводитися, майте, мати, є, загін, матиме, матимуть