Догматичний στα ελληνικά
Μετάφραση: догматичний, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θετικός, κατηγορηματικός, δογματικός, δογματική, δογματικές, δογματικό, δογματικής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- догма στα ελληνικά - δόγμα, δόγματος, το δόγμα, δόγματα
- догмат στα ελληνικά - δόγμα, δόγματος, το δόγμα, δόγματα
- договір στα ελληνικά - συνέλευση, σύμφωνο, ομόνοια, συμβόλαιο, σύμβαση, αρμονία, συμφωνία, ...
- договірний στα ελληνικά - συμβατικές, συμβατικών, συμβατική, συμβατικής, συμβατικό
Τυχαίες λέξεις
Догматичний στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θετικός, κατηγορηματικός, δογματικός, δογματική, δογματικές, δογματικό, δογματικής
Μεταφράσεις: θετικός, κατηγορηματικός, δογματικός, δογματική, δογματικές, δογματικό, δογματικής