Док στα ελληνικά
Μετάφραση: док, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποβάθρα, λάπαθο, προβλήτα, αράζω, προκυμαία, βάση σύνδεσης, βάση σύνδεσης για, dock
Μεταφράσεις
- дозування στα ελληνικά - δοσολογία, δόση, δοσολογίας, δόσης, δόσεως
- дозувати στα ελληνικά - δοσολογία, δόση, δόσης, τη δόση, της δόσης, δόσεων
- дока στα ελληνικά - αποβάθρα, αράζω, προβλήτα, λάπαθο, σφυρίζω, whiz, θαύμα, ...
- доказ στα ελληνικά - αποδείξεις, λογομαχία, κατάθεση, ίχνος, κλειδί, μαρτυρία, διαφωνία, ...
Τυχαίες λέξεις
Док στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποβάθρα, λάπαθο, προβλήτα, αράζω, προκυμαία, βάση σύνδεσης, βάση σύνδεσης για, dock
Μεταφράσεις: αποβάθρα, λάπαθο, προβλήτα, αράζω, προκυμαία, βάση σύνδεσης, βάση σύνδεσης για, dock