Αράζω στα ουκρανικά

Μετάφραση: αράζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
обрубувати, док, докою, дока, мавр
Αράζω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αράζω

αράζω english, αγοράζω συνώνυμα, αράζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αράζω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • απών στα ουκρανικά - відсутній, відсутнім, відсутні, бути відсутнім, відсутніми, бути відсутні
  • απώτατος στα ουκρανικά - основної, максимальний, первинний, основний, дальній, Далекий, Дальний, ...
  • αράχνη στα ουκρανικά - павук, хрестовина, таган, паук
  • αρένα στα ουκρανικά - арена, арені, театр
Τυχαίες λέξεις
Αράζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: обрубувати, док, докою, дока, мавр