Долівка στα ελληνικά

Μετάφραση: долівка, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πεζόδρομος, γένος, φύλο, πεζοδρόμιο, όροφος, δάπεδο, πάτωμα, όροφο, δαπέδου
Долівка στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • доля στα ελληνικά - ευτυχία, μοιράζομαι, μοίρα, κλήρος, φίλημα, μοιράζω, θύμα, ...
  • долі στα ελληνικά - τυχερός, μοίρα, τύχη, τύχης, την τύχη, τη μοίρα
  • долівки στα ελληνικά - ουρά, το δάπεδο, το πάτωμα, του δαπέδου, στο δάπεδο, στο πάτωμα
  • долівку στα ελληνικά - πεζόδρομος, πεζοδρόμιο, όροφος, δάπεδο, πάτωμα, όροφο, δαπέδου
Τυχαίες λέξεις
Долівка στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πεζόδρομος, γένος, φύλο, πεζοδρόμιο, όροφος, δάπεδο, πάτωμα, όροφο, δαπέδου