Γένος στα ουκρανικά
Μετάφραση: γένος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вид, вигляд, краєвид, сорт, лан, полом, рід, долівка, нар, род, роду
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γένος
γένος ετυμολογία, γένος βατράχων, γένος πιθήκων, γένος παπαγάλων, γένος ορισμός, γένος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, γένος στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- γέννα στα ουκρανικά - вродження, народжування, пологи, розпочало, народження, рождения
- γέννηση στα ουκρανικά - пологи, вродження, розпочало, народжування, народження, рождения
- γέρικος στα ουκρανικά - стародавній, давній, gerikos
- γέρνω στα ουκρανικά - спрямувати, навертати, рілля, згинатися, схил, гнутися, згин, ...
Τυχαίες λέξεις
Γένος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: вид, вигляд, краєвид, сорт, лан, полом, рід, долівка, нар, род, роду
Μεταφράσεις: вид, вигляд, краєвид, сорт, лан, полом, рід, долівка, нар, род, роду