Φύλο στα ουκρανικά
Μετάφραση: φύλο, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
долівка, сексуальний, полом, секс, чоловіки, жінки, рід, стать, лан
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: φύλο
φύλλο χαρτί, φύλο και νέα εκπαιδευτικά και εργασιακά περιβάλλοντα στην κοινωνία της πληροφορίας, φύλο μωρού, φύλο άρρεν, φύλο ή φύλλο, φύλο λεξικό γλώσσας ουκρανικά, φύλο στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- φύλλο στα ουκρανικά - лист, аркуш, листок, списку
- φύλλωμα στα ουκρανικά - листя, листи, листки, листя на
- φύση στα ουκρανικά - суттєвість, клас, вмерти, тип, організм, сутність, природа
- φώκια στα ουκρανικά - пломба, печать, запломбувати, тавро, тюлень, друк, печатку, ...
Τυχαίες λέξεις
Φύλο στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: долівка, сексуальний, полом, секс, чоловіки, жінки, рід, стать, лан
Μεταφράσεις: долівка, сексуальний, полом, секс, чоловіки, жінки, рід, стать, лан