Доставати στα ελληνικά

Μετάφραση: доставати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εδραιώνω, ασφαλής, διασφαλίζω, ασφαλίζω, dostavaty
Доставати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • дослідницький στα ελληνικά - ερευνητής, διερευνητικές, διερευνητική, διερευνητικών, εξερευνητική, διερευνητικής
  • дослідіть στα ελληνικά - εξετάζω, Εξερευνήστε, εξερευνήσετε, Explore, εξερευνήσουν, Εξερευνήστε την
  • доставляти στα ελληνικά - προμηθεύω, επιπλώνω, παραδώσει, διατυπώνει, διατυπώνει τη, παρέχουν, προσφέρουν
  • достати στα ελληνικά - διασφαλίζω, ασφαλίζω, εδραιώνω, ασφαλής, dostaty
Τυχαίες λέξεις
Доставати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εδραιώνω, ασφαλής, διασφαλίζω, ασφαλίζω, dostavaty