Доступ στα ελληνικά

Μετάφραση: доступ, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προσπέλαση, προσεγγίζω, πλησιάζω, πρόσβαση, προσέγγιση, είσοδος, μέθοδος, πρόσβασης, την πρόσβαση, πρόσβαση στο, η πρόσβαση
Доступ στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • достоїнство στα ελληνικά - διαμέτρημα, αξιοπρέπεια, ολική, αξιοπρέπειας, την αξιοπρέπεια, της αξιοπρέπειας, αξιοπρέπειά
  • достроковий στα ελληνικά - προχωρημένος, νωρίς, αρχές του, πρόωρη, πρόωρης, στις αρχές
  • доступити στα ελληνικά - μπαίνω, εισέρχομαι, dostupyty
  • доступний στα ελληνικά - προσηνής, ευπρόσιτος, ευπροσήγορος, διαθέσιμος, διαθέσιμα, διαθέσιμες, διαθέσιμο, ...
Τυχαίες λέξεις
Доступ στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προσπέλαση, προσεγγίζω, πλησιάζω, πρόσβαση, προσέγγιση, είσοδος, μέθοδος, πρόσβασης, την πρόσβαση, πρόσβαση στο, η πρόσβαση