Λέξη: κρεμώ
Σχετικές λέξεις: κρεμώ
ρημα κρεμώ, κρεμώ συνώνυμα, κρεμώ συνώνυμο
Συνώνυμα: κρεμώ
απαγχονίζω, κρέμομαι, κρέμαμαι, εξαπλώνομαι νωχελώς, χουζουρεύω, κουρτίνα, σκεπάζω με ύφασμα, εκδφενδονίζω, αναρτώ
Μεταφράσεις: κρεμώ
κρεμώ στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
suspend, hang, drape, loll, sling, I hang
κρεμώ στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
suspender, caída, colgar, Cuelgue, ala, truco
κρεμώ στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
suspendieren, hängen, Hang, Drachen, Dreh, Dreh raus
κρεμώ στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
suspendre, intercepter, suspendent, suspends, accrocher, hacher, couper, suspendons, pendre, arrêter, raccrocher, interrompre, surseoir, incertitude, ajourner, atermoyer, coup, blocage
κρεμώ στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sospendere, appendere, Hang, blocco, caduta, di caduta
κρεμώ στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pendurar, suspeitar, suspeito, suspender, enforcar, declive, jeito, cair
κρεμώ στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
hangen, ophangen, Hang, knie, knie te
κρεμώ στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пресечь, привешивать, подвесить, прекращать, пресекать, подвешивать, прекратить, отложить, свешиваться, приостанавливать, навесить, привесить, вешать, откладывать, повесить, Повесьте, висят, похмелья
κρεμώ στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
teken, taket, Hang, henge, henger
κρεμώ στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hänga, kläm, hang, häng, låser
κρεμώ στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
seisauttaa, jäädyttää, lykätä, roikkua, Hang, jumittua, ripustaa, jyvälle
κρεμώ στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
hænge, Hang, hænger, Hæng, hÃ|nger
κρεμώ στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přerušit, suspendovat, odložit, odročit, zastavit, zavěsit, pověsit, viset, oběsit, nalepit
κρεμώ στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zawieszać, przerwać, podwiesić, podwieszać, zawiesić, odroczyć, odraczać, wstrzymywać, przerywać, powiesić, Hang, zawiesi, rozłączenia
κρεμώ στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
lejtés, Hang, nyitjára, beletanul, lefagy
κρεμώ στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
asmak, asılmak, batmak, eğilmek, asılı durmak
κρεμώ στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
припинити, підвісити, підвішувати, призупиняти, вішати, вішатимуть
κρεμώ στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
var, ekzekutoj me varje, mënyrë varjeje, ngjit në mur, ekzekutohem me varje
κρεμώ στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
вися, висящ съм, лепя, накичвам, забавяне на движение
κρεμώ στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
вешаць, вешать
κρεμώ στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
riputama, pooma, rippuma, hanguda, hang, norgu laskma
κρεμώ στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
lebdjeti, objesiti, obustaviti, zaustaviti, Hang, Drľite, vješati, visiti
κρεμώ στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hanga, Hang, Bíddu, Halda
κρεμώ στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pasikarti, padvisinti, iškarstyti, iškabėti, karstyti
κρεμώ στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pakārt, pakarināt, nogāze, kavēt, nokārt
κρεμώ στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Висат, Ханг, мамурлак, Hang, откажам
κρεμώ στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
atârna, prinde, agăța, spânzura, nu se desface
κρεμώ στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Hang, visi, Vješati, obešalno, obesite
κρεμώ στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zavesiť, povesiť
Τυχαίες λέξεις