Дотація στα ελληνικά
Μετάφραση: дотація, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιδότηση, επιχορήγηση, χορήγηση, παραχώρηση, χορηγήσει, χορηγούν, χορηγεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- досяжний στα ελληνικά - ευπρόσιτος, προσηνής, ευπροσήγορος, εφικτός, επιτεύξιμο, επιτεύξιμη, εφικτό, ...
- досяжність στα ελληνικά - φθάσουν, φθάσει, φτάσουν, φτάσει, να φτάσει
- дотеп στα ελληνικά - γελωτοποιός, θερμαίνω, λεπτότητα, οξυδέρκεια, διείσδυση, ζεσταίνω, ζέστη, ...
- дотеперішній στα ελληνικά - πρώην, μέχρι σήμερα, μέχρι, μέχρι τώρα, μέχρι στιγμής, έως τώρα
Τυχαίες λέξεις
Дотація στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιδότηση, επιχορήγηση, χορήγηση, παραχώρηση, χορηγήσει, χορηγούν, χορηγεί
Μεταφράσεις: επιδότηση, επιχορήγηση, χορήγηση, παραχώρηση, χορηγήσει, χορηγούν, χορηγεί