Дотримуватися στα ελληνικά
Μετάφραση: дотримуватися, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προσκολλώμαι, εμμένω, κολλώ, ακολουθώ, ακολουθήστε, ακολουθούν, ακολουθήσουν, ακολουθήσει, ακολουθήσετε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- дотримування στα ελληνικά - παρακολούθηση, παρατηρητικότητα, τήρηση, φύλαξη, διατήρηση, τήρησης, την τήρηση
- дотримувати στα ελληνικά - τηρώ, παρατηρώ, συμμορφώνονται, συμμόρφωση, συμμορφωθούν, συμμορφώνεται, συμμορφωθεί
- доход στα ελληνικά - αποδοχές, απολαβές, εισόδημα, έσοδα, εισοδήματος, εσόδων, εισοδημάτων
- доходний στα ελληνικά - πληρωτέος, επικερδής, κερδοφόρος, κερδοφόρα, κερδοφόρες, επικερδείς
Τυχαίες λέξεις
Дотримуватися στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προσκολλώμαι, εμμένω, κολλώ, ακολουθώ, ακολουθήστε, ακολουθούν, ακολουθήσουν, ακολουθήσει, ακολουθήσετε
Μεταφράσεις: προσκολλώμαι, εμμένω, κολλώ, ακολουθώ, ακολουθήστε, ακολουθούν, ακολουθήσουν, ακολουθήσει, ακολουθήσετε