Дірявити στα ελληνικά
Μετάφραση: дірявити, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ιππεύω, βόλτα, ατραξιόν, diryavyty
Μεταφράσεις
- дірка στα ελληνικά - τρύπα, σχίσιμο, δάκρυ, σχίσει, σκιστεί, σχιστεί
- дірявий στα ελληνικά - Ιερές τρύπες
- дітище στα ελληνικά - απόγονος, γόνος, απογόνους, απογόνων, απόγονοι
- дітовбивець στα ελληνικά - ditovbyvets
Τυχαίες λέξεις
Дірявити στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ιππεύω, βόλτα, ατραξιόν, diryavyty
Μεταφράσεις: ιππεύω, βόλτα, ατραξιόν, diryavyty