Діяч στα ελληνικά
Μετάφραση: діяч, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προσωπικότητα, πολιτικός, ηγέτης, ηγέτη, αρχηγός, επικεφαλής, leader
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- діяння στα ελληνικά - λειτουργία, επιχείρηση, εγχείρηση, δράση, δράσης, προσφυγή, ενέργεια, ...
- діяти στα ελληνικά - αποφασίζω, βασιλεύω, βιασύνη, λειτουργία, επηρεάζω, ιθύνω, ορμή, ...
- дієвий στα ελληνικά - ισχυρός, ενεργός, ενεργό, δραστική, ενεργού, δραστικών
- дієвість στα ελληνικά - αποτελεσματικότητα, αποδοτικότητα, αποτελεσματικότητας, την αποτελεσματικότητα, αποτελεσματικότητά, της αποτελεσματικότητας
Τυχαίες λέξεις
Діяч στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προσωπικότητα, πολιτικός, ηγέτης, ηγέτη, αρχηγός, επικεφαλής, leader
Μεταφράσεις: προσωπικότητα, πολιτικός, ηγέτης, ηγέτη, αρχηγός, επικεφαλής, leader