Λέξη: κιβωτός

Σχετικές λέξεις: κιβωτός

κιβωτός στίχοι, κιβωτός μυτιλήνη, κιβωτός της αγάπης πάτρα, κιβωτός της διαθήκης, κιβωτός του κόσμου, κιβωτός βιτάλη, κιβωτός του νώε, κιβωτός εστιατόριο, κιβωτός γρεβενών, κιβωτός μύκονος

Συνώνυμα: κιβωτός

κουτί, κιβώτιο, θεωρείο, ράπισμα, κτύπημα

Μεταφράσεις: κιβωτός

κιβωτός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ark, Noah, ark of, the ark, Kivotos

κιβωτός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
arca, arca de, el arca, ark

κιβωτός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
lade, arche, Arche, Lade, ark, Bundeslade

κιβωτός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
arche, ark, l'arche

κιβωτός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
arca, Ark, dell'arca, all'arca, nell'arca

κιβωτός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
arca, ark

κιβωτός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ark, bak, ark des, ark te

κιβωτός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
баржа, ящик, колымага, корабль, ковчег, Ark, Арк, ковчега

κιβωτός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ark, arken

κιβωτός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ark, arken, sark, Arks

κιβωτός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
arkki, Ark, arkin, arkkia, arkkiin

κιβωτός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
Arken, ark

κιβωτός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
archa, truhla, schrána, truhlu, ark

κιβωτός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
arka, ark, skrzynia, arki, arką

κιβωτός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
bárka, ládáját, ládája, ládát, bárkába

κιβωτός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sandık, ark, gemisi, gemisinin, Sandığı

κιβωτός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ящик, ковчег, шухляду, колимага, баржа, шухляда, ковчега, ковчегу

κιβωτός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
arka, arkën, arkë, arkës, arka u

κιβωτός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
щик, ковчег, кивот, Ноевия, Ark, ковчега

κιβωτός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
каўчэг

κιβωτός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
arkansas, laegas, ARK, laeka, laevast, laegast

κιβωτός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
škrinja, kovčeg, Ark, arka, korablja, arku

κιβωτός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Ark, örk, örkin, og örk, örkina

κιβωτός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
laivas, skrynia, skrynią, Arka, skrynią pargabenti

κιβωτός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
šķirsts, Ark, šķirstu, šķirsta, šķirstā

κιβωτός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Ковчегот, Арката, Ковчег, Арката на, арка

κιβωτός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
arcă, Ark, chivot, Arca, chivotul

κιβωτός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
barka, arha, ark, skrinja, Kovčeg, skrinje

κιβωτός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
archa, koráb, Ark

Στατιστικά δημοτικότητας: κιβωτός

Τυχαίες λέξεις