Προσωπικότητα στα ουκρανικά
Μετάφραση: προσωπικότητα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
діяч, особистість, персона, особа, особу
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προσωπικότητα
προσωπικότητα τύπου d, προσωπικότητα ετυμολογία, προσωπικότητα χαρακτήρας, προσωπικότητα και ατομικές διαφορές, προσωπικότητα συνώνυμο, προσωπικότητα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, προσωπικότητα στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- προσωπικό στα ουκρανικά - древко, опертя, жезл, палиця, підтримка, співробітники, працівники, ...
- προσωπικός στα ουκρανικά - особистий, особовий, персональний, особистого, індивідуальний, приватний
- προσωποποιώ στα ουκρανικά - видавати себе, виказувати себе, вдавати з себе
- προσωρινά στα ουκρανικά - тимчасово, інерції
Τυχαίες λέξεις
Προσωπικότητα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: діяч, особистість, персона, особа, особу
Μεταφράσεις: діяч, особистість, персона, особа, особу