Експансія στα ελληνικά

Μετάφραση: експансія, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαστολή, εξάπλωση, επέκταση, διεύρυνση, επέκτασης, διαστολής, ανάπτυξη
Експансія στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • екскурсія στα ελληνικά - εκδρομή, ταξίδι, περιοδεύω, γύρος, περιοδεία, περιήγηση, ξενάγηση, ...
  • експансивний στα ελληνικά - επεκτατικός, επεκτατική, επεκτατικής, επεκτατικές, επεκτατικό
  • експедитор στα ελληνικά - διαβιβαστής, επιχείρηση μεταφοράς, πράκτορας, αποστολέα, διαβιβαστή
  • експедиторський στα ελληνικά - προώθηση, διαβίβαση, τη διαβίβαση, διαβιβάζει, διαβίβασης
Τυχαίες λέξεις
Експансія στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαστολή, εξάπλωση, επέκταση, διεύρυνση, επέκτασης, διαστολής, ανάπτυξη