Екіпіровка στα ελληνικά

Μετάφραση: екіпіровка, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κουζίνα, εξοπλισμοί, εξοπλισμό, εξοπλισμού, Εξοπλισμός, συσκευές
Екіпіровка στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ексцентричність στα ελληνικά - εκκεντρικότητα, εκκεντρότητα, εκκεντρότητας, εκκεντρικότητας, την εκκεντρικότητα
  • екіпаж στα ελληνικά - πούλμαν, άμαξα, προπονώ, προπονητής, πλήρωμα, πληρώματος, του πληρώματος, ...
  • екіпірувати στα ελληνικά - εξοπλίζει, εξοπλίσετε, να διαρρυθμίσει, εξοπλίσει, διαρρυθμίσει
  • еластичний στα ελληνικά - εύκαμπτος, ευλύγιστος, ρετσίνι, ελαστικό, ελαστική, ελαστικά, ελαστικού, ...
Τυχαίες λέξεις
Екіпіровка στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κουζίνα, εξοπλισμοί, εξοπλισμό, εξοπλισμού, Εξοπλισμός, συσκευές