Епоха στα ελληνικά
Μετάφραση: епоха, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μέρα, εποχή, περίοδος, διάρκεια, περίοδο, περιόδου, διάστημα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- еполет στα ελληνικά - βάτες, epaulette
- епопея στα ελληνικά - έπος, επική, επικό, επικές, επικά
- епігон στα ελληνικά - επίγονο
- епіграма στα ελληνικά - επίγραμμα, επιγράμματος, επίγραμμα που
Τυχαίες λέξεις
Епоха στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μέρα, εποχή, περίοδος, διάρκεια, περίοδο, περιόδου, διάστημα
Μεταφράσεις: μέρα, εποχή, περίοδος, διάρκεια, περίοδο, περιόδου, διάστημα