Жування στα ελληνικά
Μετάφραση: жування, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κοσμικός, τετριμμένος, μάσηση, μάσησης, τη μάσηση, της μάσησης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- жреці στα ελληνικά - ιερείς, ιερέων, οι ιερείς, τους ιερείς, παπάδες
- жриця στα ελληνικά - ιερατείο, ιέρεια, ιέρειας, την ιέρεια, ιέρεια που, ιέρειες
- жувати στα ελληνικά - μασώ, μάσημα, μασάτε, μασούν, μασήσει, μασήσουν
- жужелицю στα ελληνικά - γλίτσα, απορρίμματα, επιπλέουσες σκωρίες, σκωρία, επιπλέουσας σκωρίας τήγματος, σκωρίες
Τυχαίες λέξεις
Жування στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κοσμικός, τετριμμένος, μάσηση, μάσησης, τη μάσηση, της μάσησης
Μεταφράσεις: κοσμικός, τετριμμένος, μάσηση, μάσησης, τη μάσηση, της μάσησης