З'ясовувати στα ελληνικά

Μετάφραση: з'ясовувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξερευνώ, μάθετε, να μάθετε, βρείτε, ανακαλύψει, ανακαλύψετε
З'ясовувати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • з'ясовний στα ελληνικά - υπόλογος, δωσίλογος, υπεύθυνος, λογοδοτεί, υπόλογοι, υπόλογη
  • з'ясовування στα ελληνικά - αναγνώριση, ταύτιση, αναγνώρισης, ταυτοποίηση, ταυτοποίησης
  • з'ясування στα ελληνικά - διευκρίνιση, διευκρινίσεις, αποσαφήνιση, διασαφήνιση, αποσαφήνισης
  • з'ясувати στα ελληνικά - διαπιστώνω, εξακριβώνω, μάθετε, να μάθετε, βρείτε, ανακαλύψει, ανακαλύψετε
Τυχαίες λέξεις
З'ясовувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξερευνώ, μάθετε, να μάθετε, βρείτε, ανακαλύψει, ανακαλύψετε