Заарештовувати στα ελληνικά
Μετάφραση: заарештовувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κρατώ, αρπάζω, καθυστερώ, συλλαμβάνω, σύλληψη, συλλάβει, συλλάβουν, σύλληψης, τη σύλληψη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- з-це στα ελληνικά - αποσύρω, υπαναχωρώ., υπαναχωρώ, από, του, της, των
- за στα ελληνικά - έπειτα, μετά, τελείωσε, πάνω, για, με, από, ...
- заасфальтувати στα ελληνικά - άσφαλτος, άσφαλτο, ασφάλτου, ασφαλτοστρωμένο, ασφαλτική
- забава στα ελληνικά - κέφι, διασκέδαση, πλάκα, τη διασκέδαση, διασκεδαστικό, διασκέδασης, διασκεδάσουν
Τυχαίες λέξεις
Заарештовувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κρατώ, αρπάζω, καθυστερώ, συλλαμβάνω, σύλληψη, συλλάβει, συλλάβουν, σύλληψης, τη σύλληψη
Μεταφράσεις: κρατώ, αρπάζω, καθυστερώ, συλλαμβάνω, σύλληψη, συλλάβει, συλλάβουν, σύλληψης, τη σύλληψη