Καθυστερώ στα ουκρανικά
Μετάφραση: καθυστερώ, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
утримувати, мішати, верес, відповідний, заарештовувати, репресивний, заважати, затримка
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καθυστερώ
καθυστερώ στα αγγλικα, καθυστερώ μεταφραση, καθυστερώ συνώνυμα, καθυστερώ english, καθυστερώ αγγλικα, καθυστερώ λεξικό γλώσσας ουκρανικά, καθυστερώ στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- καθυστερημένος στα ουκρανικά - пізній, повільний, відсталий, назад, розумово відсталий, розумово відстала, розумово неповноцінний
- καθυστερούμενα στα ουκρανικά - борг, недоїмки, недоїмка, борги, відставання, заборгованість, заборгованості
- καθωσπρέπει στα ουκρανικά - схильність, шикарний, розкішний
- καθόλου στα ουκρανικά - етажерка, нема за що, немає за що, ні за що, не за что, не було за що
Τυχαίες λέξεις
Καθυστερώ στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: утримувати, мішати, верес, відповідний, заарештовувати, репресивний, заважати, затримка
Μεταφράσεις: утримувати, мішати, верес, відповідний, заарештовувати, репресивний, заважати, затримка