Заборона στα ελληνικά
Μετάφραση: заборона, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απαγόρευση, απαγορευμένο, απαγορεύω, αποκλείω, αποκλεισμός, απαγόρευσης, την απαγόρευση, απαγόρευση των, απαγορεύσεως
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- забобонний στα ελληνικά - δεισιδαίμονας, προληπτικός, δεισιδαίμων, δεισιδαίμονες, προληπτικούς, προληπτικοί
- заборгованість στα ελληνικά - χρέος, χρέους, χρέωσης, χρεών, υπερχρέωση
- заборонений στα ελληνικά - παράνομος, απαγορεύω, απαγορευμένος, απαγορεύεται, απαγορεύονται, απαγορευμένο, απαγορευμένη
- заборони στα ελληνικά - επιτόκιο, τόκος, ενδιαφέρον, απαγόρευση, απαγόρευσης, την απαγόρευση, απαγόρευση των, ...
Τυχαίες λέξεις
Заборона στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απαγόρευση, απαγορευμένο, απαγορεύω, αποκλείω, αποκλεισμός, απαγόρευσης, την απαγόρευση, απαγόρευση των, απαγορεύσεως
Μεταφράσεις: απαγόρευση, απαγορευμένο, απαγορεύω, αποκλείω, αποκλεισμός, απαγόρευσης, την απαγόρευση, απαγόρευση των, απαγορεύσεως