Απαγόρευση στα ουκρανικά

Μετάφραση: απαγόρευση, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
прокляття, клятьба, проклін, заборона, заборонити, заборону
Απαγόρευση στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απαγόρευση

απαγόρευση κυκλοφορίας, απαγόρευση εξόδου από τη χώρα, απαγόρευση ηλεκτρονικού τσιγάρου, απαγόρευση λατινικά, απαγόρευση συγκεντρώσεων, απαγόρευση λεξικό γλώσσας ουκρανικά, απαγόρευση στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • απαγωγέας στα ουκρανικά - викрадати, викрасти, красти, викрадач, викрадача, украв
  • απαγωγή στα ουκρανικά - викрадач-шантажисти, викрадення, викрадання
  • απαθής στα ουκρανικά - безпристрасний, невразливий, недоумкуватий, байдужий, апатичний, апатична, апатичного
  • απαισιοδοξία στα ουκρανικά - песимізм, пессимизм, песимізму
Τυχαίες λέξεις
Απαγόρευση στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: прокляття, клятьба, проклін, заборона, заборонити, заборону