Зав'язувати στα ελληνικά

Μετάφραση: зав'язувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γραβάτα, δένω, ισοπαλία, ισοπαλίας, δεσμό, δεσμός
Зав'язувати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • зав'язати στα ελληνικά - γραβάτα, δένω, ισοπαλία, ισοπαλίας, δεσμό, δεσμός
  • зав'язка στα ελληνικά - ιμάντας, μεταλικές, Κεντήματος, Φουρκέτα
  • завада στα ελληνικά - παρακώλυση, εμπόδιο, μειονέκτημα, μπελάς, πονοκέφαλος, εμποδίου, εμπόδια, ...
  • заважати στα ελληνικά - παρακωλύω, κρατώ, ματαιώνω, κωλυσιεργώ, καθυστερώ, εμποδίζω, παρακώλυση, ...
Τυχαίες λέξεις
Зав'язувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γραβάτα, δένω, ισοπαλία, ισοπαλίας, δεσμό, δεσμός