Заможний στα ελληνικά
Μετάφραση: заможний, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλούτη, αξιόλογος, αποκόβω, αποσπώ, στερεός, ουσιαστικός, πλούσιος, πλούσιες, πλούσιους, πλούσιοι, πλούσιων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- замовчування στα ελληνικά - απουσία, αθετώ, αθέτηση, κατάπνιξη, καταστολή, καταστολής, την καταστολή, ...
- замовчувати στα ελληνικά - αγνοήσει, αγνοήσετε, αγνοούν, αγνοούμε, αγνοήσουμε
- заможність στα ελληνικά - σκληρότητα, ανθεκτικότητα, αντοχή, σκληρότητας, αντοχής
- замолодий στα ελληνικά - καινούριος, νέος, νεολαία, νεολαίας, της νεολαίας, των νέων, τη νεολαία
Τυχαίες λέξεις
Заможний στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλούτη, αξιόλογος, αποκόβω, αποσπώ, στερεός, ουσιαστικός, πλούσιος, πλούσιες, πλούσιους, πλούσιοι, πλούσιων
Μεταφράσεις: πλούτη, αξιόλογος, αποκόβω, αποσπώ, στερεός, ουσιαστικός, πλούσιος, πλούσιες, πλούσιους, πλούσιοι, πλούσιων