Ουσιαστικός στα ουκρανικά
Μετάφραση: ουσιαστικός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
поживний, реальний, заможний, суттєвий, істотний, істотне, істотної, істотну
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ουσιαστικός
ουσιαστικός αγγλικά, ουσιαστικόσ english, ουσιαστικός νόμος, ουσιαστικός συνώνυμα, ουσιαστικός στα αγγλικά, ουσιαστικός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ουσιαστικός στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- ουσιαστικά στα ουκρανικά - віртуальний, ефективний, віртуальна, дійсний, по суті, сутнісно, власне кажучи
- ουσιαστικό στα ουκρανικά - іменник, существительное
- ουσιώδης στα ουκρανικά - основний, візуально, необхідний, принципи, неперебірливість, розрізняти, розрізнювати, ...
- οφείλω στα ουκρανικά - заборгувати, завинити, завинити перед
Τυχαίες λέξεις
Ουσιαστικός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: поживний, реальний, заможний, суттєвий, істотний, істотне, істотної, істотну
Μεταφράσεις: поживний, реальний, заможний, суттєвий, істотний, істотне, істотної, істотну