Засвідчувати στα ελληνικά

Μετάφραση: засвідчувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πιστοποιώ, μαρτυρώ, βεβαιώνω, πιστοποιούν, πιστοποιεί, πιστοποιήσει
Засвідчувати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • засвоїти στα ελληνικά - εξομοιώνω, μαθαίνω, μάθουν, μάθετε, να μάθουν, μάθει
  • засвідчити στα ελληνικά - μάρτυρας, μαρτυρία, μάρτυρα, μαρτύρων, μάρτυρες
  • засвідчіть στα ελληνικά - πιστοποιώ, επικυρώνω, μαρτυρούν, καταθέσει, καταθέσουν, καταθέτουν, πιστοποιούν
  • заселення στα ελληνικά - πληθυσμός, διακανονισμός, επίλυση, διακανονισμού, οικισμό, οικισμός
Τυχαίες λέξεις
Засвідчувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πιστοποιώ, μαρτυρώ, βεβαιώνω, πιστοποιούν, πιστοποιεί, πιστοποιήσει