Затверджувати στα ελληνικά
Μετάφραση: затверджувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τοποθετώ, διαβεβαιώνω, ισχυρίζομαι, υποβάλλω, τοποθεσία, υποστηρίζω, πιστοποιώ, βεβαιώνω, υποτάσσομαι, θέση, παραδίδομαι, κυρώνω, επικυρώνω, αποδεικνύω, κατηγορώ, εγκρίνω, εγκρίνει, εγκρίνουν, έγκριση, να εγκρίνει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- затаювання στα ελληνικά - συγκάλυψη, απόκρυψη, απόκρυψης, αποκρύψεως, την απόκρυψη
- затвердження στα ελληνικά - διαβεβαίωση, δήλωση, κατάσταση, έγκριση, έγκρισης, την έγκριση, εγκρίσεως, ...
- затвердити στα ελληνικά - βεβαιώνω, διαβεβαιώνω, επικυρώνω, εγκρίνω, εγκρίνει, εγκρίνουν, έγκριση, ...
- затвердитися στα ελληνικά - καρφί, νυχιών, των νυχιών, νύχι, καρφιών
Τυχαίες λέξεις
Затверджувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τοποθετώ, διαβεβαιώνω, ισχυρίζομαι, υποβάλλω, τοποθεσία, υποστηρίζω, πιστοποιώ, βεβαιώνω, υποτάσσομαι, θέση, παραδίδομαι, κυρώνω, επικυρώνω, αποδεικνύω, κατηγορώ, εγκρίνω, εγκρίνει, εγκρίνουν, έγκριση, να εγκρίνει
Μεταφράσεις: τοποθετώ, διαβεβαιώνω, ισχυρίζομαι, υποβάλλω, τοποθεσία, υποστηρίζω, πιστοποιώ, βεβαιώνω, υποτάσσομαι, θέση, παραδίδομαι, κυρώνω, επικυρώνω, αποδεικνύω, κατηγορώ, εγκρίνω, εγκρίνει, εγκρίνουν, έγκριση, να εγκρίνει