Затримувати στα ελληνικά

Μετάφραση: затримувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αρπάζω, πιάνω, στείρα, δένω, παρακώλυση, στέλεχος, δεσμεύω, πεδικλώνω, βιβλιοδετώ, μίσχος, καθυστέρηση, καθυστέρησης, καθυστερήσεις, αμέσως
Затримувати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • затримати στα ελληνικά - συλλαμβάνω, καθυστέρηση, καθυστέρησης, καθυστερήσεις, αμέσως
  • затримка στα ελληνικά - εξωθώ, αναποδιά, καθυστέρηση, καθυστέρησης, καθυστερήσεις, αμέσως
  • затримуватися στα ελληνικά - κατοικώ, διαμένω, χρονοτριβώ, αργοπορώ, Linger, Καθυστερήστε, καθυστερούν
  • затріть στα ελληνικά - καθυστέρηση, καθυστέρησης, καθυστερήσεις, αμέσως
Τυχαίες λέξεις
Затримувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αρπάζω, πιάνω, στείρα, δένω, παρακώλυση, στέλεχος, δεσμεύω, πεδικλώνω, βιβλιοδετώ, μίσχος, καθυστέρηση, καθυστέρησης, καθυστερήσεις, αμέσως