Λέξη: πυρετώδης
Συνώνυμα: πυρετώδης
εκτικός, εξημμένος, φθισικός, ξαναμμένος, εμπύρετος, πυρετικός
Μεταφράσεις: πυρετώδης
πυρετώδης στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
feverish, hectic, febrile, feverishness
πυρετώδης στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
febril, frenético, agitado, agitada, ajetreado
πυρετώδης στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
hektisch, fieberhaft, fiebrig, hektischen, Hektik, hektische, hektischer
πυρετώδης στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
fiévreux, fébrile, trépidant, trépidante, mouvementée, agité, agitée
πυρετώδης στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
febbrile, frenetica, frenetico, frenesia, frenetici
πυρετώδης στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
agitado, agitada, frenético, hectic, caótico
πυρετώδης στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
koortsachtig, koortsig, hectische, hectisch, hectiek, drukke, jachtige
πυρετώδης στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
горячечный, взволнованный, беспокойный, возбужденный, лихорадочный, суете, неспокойное, беспокойным
πυρετώδης στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
febrilsk, feberaktig, hektisk, hektiske
πυρετώδης στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hektiska, hektisk, hektiskt
πυρετώδης στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hektinen, hektistä, kiireisen, hectic, kiireistä
πυρετώδης στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
hektisk, hektiske
πυρετώδης στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
horečnatý, hektický, hektické, hektická, hektickém
πυρετώδης στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
malaryczny, febryczny, gorączkowy, zgiełku, hektyczny, gorączkowe, tętniące życiem
πυρετώδης στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
izgatott, hektikus, mozgalmas, zaklatott, rohanó
πυρετώδης στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
telaşlı, heyecanlı, yoğun, telaşlı bir, heyecanlı bir
πυρετώδης στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
гарячковий, неспокійний, неспокійна, неспокійні, тривожний
πυρετώδης στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
plot tension, i ndezur, i ethshëm, ethshëm, përskuqur
πυρετώδης στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
трескав, забързаното, забързания, забързан, трескава
πυρετώδης στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
неспакойны, клапатлівы, трывожны, непастаянны
πυρετώδης στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
palavikuline, ärev, kirglik, metsik, hektisessä, tiisikuse
πυρετώδης στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
uzbuđen, grozničav, napornog, užurbano, hectic, Užurbani
πυρετώδης στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
nóg, nóg um, erilsamt, erilsamur, álagið
πυρετώδης στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
džiovos, neramus, įtemptos, Drudžains
πυρετώδης στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
drudžains, drudžaina, diloņa, diloņslimnieks
πυρετώδης στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
бурните, забрзаното, на бурните
πυρετώδης στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
agitat, agitata, agitată, hectic, agitate
πυρετώδης στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Grozničav, vročičen, hectic, divji, naporno
πυρετώδης στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
hektický
Τυχαίες λέξεις