Захопити στα ελληνικά

Μετάφραση: захопити, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αρπάζω, καταλαμβάνω, κατάσχω, αιχμαλωσία, αιχμαλωτίζω, σύλληψη, σύλληψης, δέσμευσης, καταγραφής, τη δέσμευση
Захопити στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • заходитися στα ελληνικά - αντιμετώπιση, την αντιμετώπιση, την αντιμετώπιση της, αντιμετωπίσουμε, αντιμετωπίσει
  • заходу στα ελληνικά - λυκόφως, δύση, δυτικός, δυτικά, West, δυτική
  • захопитися στα ελληνικά - θαυμάζω, θαυμάσετε, θαυμάσει, θαυμάσουν, να θαυμάσετε
  • захоплений στα ελληνικά - ενθουσιασμένος, συλλαμβάνονται, κατέλαβε, συλλαμβάνεται, συλληφθεί, σταματούν
Τυχαίες λέξεις
Захопити στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αρπάζω, καταλαμβάνω, κατάσχω, αιχμαλωσία, αιχμαλωτίζω, σύλληψη, σύλληψης, δέσμευσης, καταγραφής, τη δέσμευση