Αιχμαλωσία στα ουκρανικά

Μετάφραση: αιχμαλωσία, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
підкорити, оволодіти, захоплювати, захопити, полон, полону
Αιχμαλωσία στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αιχμαλωσία

αιχμαλωσία δελφινιών, λειβαδιτησ αιχμαλωσία, ονειροκρίτης αιχμαλωσία, βαβυλώνια αιχμαλωσία, αιχμαλωσία της αβινιόν, αιχμαλωσία λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αιχμαλωσία στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • αιχμάλωτος στα ουκρανικά - в'язень, захвалений, військовополонений, бранець, полонений, полонених, пленник
  • αιχμή στα ουκρανικά - болісно, болюче, нахиляння, гостро, нахил, їдко, звалювати, ...
  • αιχμαλωτίζω στα ουκρανικά - підкорити, захопити, захоплювати, оволодіти, захоплення, захват
  • αιχμηρός στα ουκρανικά - гострий, загострений, гострокінцевий, гострокінцеві, гостроконечний
Τυχαίες λέξεις
Αιχμαλωσία στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: підкорити, оволодіти, захоплювати, захопити, полон, полону