Κατάσχω στα ουκρανικά

Μετάφραση: κατάσχω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
конфісковувати, захопити, охопити, схопитися, конфіскувати, скористатись, накласти арешт
Κατάσχω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατάσχω

κατάσχω κατάσχεται, κατάσχω κλίση, κατάσχω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, κατάσχω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • κατάστημα στα ουκρανικά - прем'єри, магазин, крамниця, магазину, магазині
  • κατάστρωμα στα ουκρανικά - дека, палуба, настил, палубі, палуби, палуба лісу
  • κατάφορτος στα ουκρανικά - череватий, повен, повний, чреватий, сповнений, загрожує, що загрожує, ...
  • κατάχρηση στα ουκρανικά - крадіж, привласнення, надуживати, зловживати, зловживання, розкрадання, розтрата
Τυχαίες λέξεις
Κατάσχω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: конфісковувати, захопити, охопити, схопитися, конфіскувати, скористатись, накласти арешт