Зачеплений στα ελληνικά

Μετάφραση: зачеплений, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιτηδευμένος, γαμψός, επηρεάζονται, επηρεάζεται, που επηρεάζονται, επηρεαστεί, επηρεαστούν
Зачеплений στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • зачати στα ελληνικά - συλλάβουν, συλλάβει, συλλάβουμε, σύλληψη, σύλληψης
  • зачатки στα ελληνικά - βασικά στοιχεία, υποτυπώδεις, υποτυπώδη, βασικές γνώσεις, υποτυπωδών
  • зачеплення στα ελληνικά - προσαρμόζω, ταχύτητα, συμπλοκή, σύμπλεξη, εμπλοκή, δέσμευση, εμπλοκής
  • зачерпнути στα ελληνικά - σέσουλα, κουτάλα μέχρι, αζέψτε το, μαζέψτε το, μαζέψετε το
Τυχαίες λέξεις
Зачеплений στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιτηδευμένος, γαμψός, επηρεάζονται, επηρεάζεται, που επηρεάζονται, επηρεαστεί, επηρεαστούν