Χέρι στα ουκρανικά

Μετάφραση: χέρι, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дороговказ, матрос, ручка, сила, стрілка, рука, влада, клішня, віття, зброя, лапа, владу, руку
Χέρι στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: χέρι

χέρι ρομπέρτο κάρλος, χέρι της φατιμά, χέρι με χέρι, χέρι στισ καταθέσεισ, χέρι μανιάτη, χέρι λεξικό γλώσσας ουκρανικά, χέρι στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • χάσιμο στα ουκρανικά - програш, втрата
  • χάσμα στα ουκρανικά - прогалина, поглинати, стрілець, пролам, вир, затока, пучина, ...
  • χέρσος στα ουκρανικά - коричнювато-жовтий, пар, пара, пару
  • χήρος στα ουκρανικά - вдівець, удівець, вдовець
Τυχαίες λέξεις
Χέρι στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: дороговказ, матрос, ручка, сила, стрілка, рука, влада, клішня, віття, зброя, лапа, владу, руку