Звеличувати στα ελληνικά

Μετάφραση: звеличувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκθειάζω, εξυψώ, Exalt, εξυψώνουν, εξυψώνω
Звеличувати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • зведення στα ελληνικά - μεταρσίωση, στοιχεία, ανέγερση, περίληψη, δεδομένα, μείωση, μείωσης, ...
  • звеличання στα ελληνικά - μεταρσίωση, zvelychannya
  • звернення στα ελληνικά - κυκλοφορία, χρήση, έφεση, έκκληση, προσφυγής, αναιρέσεως, προσφυγή
  • звернути στα ελληνικά - τραβώ, προσελκύω, έλκω, επισύρω, κλήρωση, ισοπαλία, επιστήσω, ...
Τυχαίες λέξεις
Звеличувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκθειάζω, εξυψώ, Exalt, εξυψώνουν, εξυψώνω