Змащувати στα ελληνικά

Μετάφραση: змащувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χρίω, γράσο, λιπαντικό, λάδι, πετρέλαιο, έλαιο, πετρελαίου, ελαίου
Змащувати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • змащення στα ελληνικά - λίπανση, λίπανσης, λιπάνσεως, τη λίπανση, η λίπανση
  • змащування στα ελληνικά - λίπανση, λίπανσης, λιπάνσεως, τη λίπανση, η λίπανση
  • зменшений στα ελληνικά - αναγωγή, μείωση, περιστολή, μειωμένος, μειωμένη, μειώνεται, μειωθεί, ...
  • зменшення στα ελληνικά - μείωση, μείωσης, τη μείωση, μείωση της, αναγωγή
Τυχαίες λέξεις
Змащувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χρίω, γράσο, λιπαντικό, λάδι, πετρέλαιο, έλαιο, πετρελαίου, ελαίου