Зобов'язуючий στα ελληνικά

Μετάφραση: зобов'язуючий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υποχρεωτικός, δεσμευτικός, δεσμευτική, δέσμευσης, δεσμευτικός ως, δεσμευτικός ως προς
Зобов'язуючий στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • зобов'язати στα ελληνικά - απαιτούν, απαιτείται, απαιτήσει, απαιτεί, απαιτούν από
  • зобов'язувати στα ελληνικά - δεσμεύουν, δεσμεύονται, συνδέονται, προσδένονται, δεσμεύει
  • зображання στα ελληνικά - αποστάτης, απεικόνισης, απεικόνιση, απεικονίσεως, την απεικόνιση, εικόνας
  • зображати στα ελληνικά - περιγράφω, συσσωματώνω, σκιαγραφώ, εκφράζω, απεικόνιση, ενσαρκώνω, ενσωματώνω, ...
Τυχαίες λέξεις
Зобов'язуючий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υποχρεωτικός, δεσμευτικός, δεσμευτική, δέσμευσης, δεσμευτικός ως, δεσμευτικός ως προς